δούλος

δούλος
-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου
μσν.- νεοελλ.
1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός
2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ» — υπηρέτης τού θεού, αφοσιωμένος στον θεό
νεοελλ.
1. αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από κάτι (κατάσταση, πάθος κ.λπ.) («δούλος τού χρήματος»)
2. παροιμ. α) «αν δεν γίνει κανείς δούλος, δεν γίνεται αφέντης» — μόνο αν δουλέψει κανείς για άλλον θα καταλάβει τη σημασία τού χρήματος
β) «νηστεύει ο δούλος τού θεού, γιατί ψωμί δεν έχει»
ειρων. για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας
γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι επιπλέον ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις δούλος σ’ αφεντικό που ήταν δούλος και να μην πάρεις δούλο που ήταν αφεντικό»)
αρχ.-μσν.
υποτελής, υπήκοος
αρχ.
1. ως επίθ. μτφ. εξαρτημένος, υποχείριος, δευτερεύων
2. συνεκδ. δουλικός, δουλοπρεπής
3. (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. έννοια) τά δοῡλα
4. (κατά τον Ησύχιο) «ἡ οἰκία ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή ακόμη και βορειοσημιτικό δάνειο. Οι μυκηναϊκοί τύποι do-e-ra «σκλάβος, δούλος», do-e-ra «σκλάβα, δούλη» μαρτυρούν συναίρεση στο ελλ. δούλος. Στη γλώσσα τού Ησυχίου «δούλος
η οικία...» πρέπει ίσως να αντικατασταθεί η λ. δούλος από τ. δούμος παρά το πρόβλημα της αλφαβητικής σειράς που προκύπτει από την αλλαγή. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη σχέση τού δούλος με τη ρίζα τού δίδωμι. Στην αρχαιότητα η λ. δούλος σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, ακόμη αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους
συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: οικέτης «ο δούλος που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», σώμα «δούλος», θεράπων «ο ακόλουθος, αυτός που προσφέρει κάποια υπηρεσία, ο δούλος», ανδράποδον «ο αιχμάλωτος πολέμου που γίνεται δούλος». Η λ. δούλος εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή δούλο- κυρίως σε μεταγενέστερα σύνθετα (πρβλ. δουλαγωγός, δουλοδιδάσκαλος) και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δουλος (πρβλ. εθελόδουλος, ιερόδουλος, σύνδουλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοῦλος — born bondman masc nom sg δοῦλος born bondman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλος — ο 1. άνθρωπος που στερείται την ελευθερία του, σκλάβος: Είναι δούλος της γυναίκας του. 2. υπηρέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούλω — δοῦλος born bondman masc/neut nom/voc/acc dual δοῦλος born bondman masc/neut gen sg (doric aeolic) δοῦλος born bondman masc nom/voc/acc dual δοῦλος born bondman masc gen sg (doric aeolic) δουλόω enslave pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλότερον — δοῦλος born bondman adverbial comp δοῦλος born bondman masc acc comp sg δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦλον — δοῦλος born bondman masc acc sg δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc sg δοῦλος born bondman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλων — δοῦλος born bondman fem gen pl δοῦλος born bondman masc/neut gen pl δοῦλος born bondman masc gen pl δουλόω enslave imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δουλόω enslave imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλως — δοῦλος born bondman adverbial δοῦλος born bondman masc acc pl (doric) δοῦλος born bondman masc acc pl (doric) δουλόω enslave imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦλε — δοῦλος born bondman masc voc sg δοῦλος born bondman masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦλοι — δοῦλος born bondman masc nom/voc pl δοῦλος born bondman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλοιν — δοῦλος born bondman masc/neut gen/dat dual δοῦλος born bondman masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”